- ἔχραον
- χράω 2proclaimimperf ind act 3rd plχράω 2proclaimimperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
грухнуться — грохнуться, укр. грухнути стукнуть, треснуть , болг. грухам толкаю, разбиваю , сербохорв. грухам, грухати греметь (о пушке), бить с грохотом , чак. grùh, род. п. grùha камешки , словен. grȗh галька , польск. gruchac ворковать (о голубях) ,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
χραύω — ΜΑ (ποιητ. τ.) 1. αγγίζω ελαφρά 2. τραυματίζω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος ρηματ. τ., ο οποίος απαντά μόνο σύνθ. (πρβλ. πρτ. ἐν έχρανε), καθώς και σε ορισμένους τ. μτχ. (πρβλ. χραυόμενον / χραυζόμενον) και αορ. (πρβλ. τους τ. τού Ησύχ. ἔχραυσεν … Dictionary of Greek
χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… … Dictionary of Greek
ghrēu-1 : ghrǝu- : ghrū- — ghrēu 1 : ghrǝu : ghrū English meaning: to fall down Deutsche Übersetzung: “zusammenstũrzen, einstũrzen, auf etwas stũrzen” Material: Hom. Aor. ἔχραον (ἔχραFον) “ attacked, pressed “, ζαχρηής “ attacking violently, furious,… … Proto-Indo-European etymological dictionary